Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επαναψύχω — (AM ἐπαναψύχω) ψύχω κάτι εκ νέου, ξαναπαγώνω μσν. δροσίζομαι και συνέρχομαι … Dictionary of Greek
επανάψυξη — η [επαναψύχω] νέα ψύξη … Dictionary of Greek